Το esake.gr συνεχίζει την παρουσίαση των 10 κορυφαίων σκόρερ στην ιστορία του ελληνικού Πρωταθλήματος από καταβολής Α' Εθνικής, από την περίοδο 1963-64 δηλαδή, με αφορμή το ιστορικό επίτευγμα του Βασίλη Σπανούλη στη σεζόν που πέρασε και την αναρρίχηση του στην κορυφή των σκόρερ της Basket League (από το 1992-93). Σειρά παίρνει ο 7ος της σχετικής λίστας ο Δημήτρης Φωσσές που παίζοντας με το Μαρούσι και τον Πανιώνιο, σημείωσε συνολικά 6.809 πόντους.
Όπως όλες οι αντίστοιχες ιστορίες της εποχής, έτσι και εκείνη του Δημήτρη Φωσσέ, του “Μητσάρα” του ελληνικού μπάσκετ, ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Σε ηλικία 15 ετών, ο τότε παίκτης του Αμαρουσίου Παύλος Αραποστάθης τον είδε τυχαία στη λαϊκή αγορά του Νέου Ψυχικού. Τον πήγε... άρον-άρον στο ανοιχτό γήπεδο των βορείων προαστίων για να υπογράψει δελτίο στο Μαρούσι. Ο πρώτος προπονητής του στον ΓΣΑ ήταν ο κόουτς Δημήτρης Σεντούκας, ο οποίος του έμαθε τα βασικά του αθλήματος μετά από πολλές ώρες ατομικής προπόνησης. Η συνέχεια ήταν αποτέλεσμα ταλέντου και σωματικών προσόντων που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους καλύτερους ψηλούς παίκτες της εποχής.
Πολύ γρήγορα κλήθηκε στην Εθνική Εφήβων όπου η παρουσία του αείμνηστου Φαίδωνα Ματθαίου τον βοήθησε στο να εξελιχθεί σημαντικά. Με τα δύο του μέτρα έκανε μεγάλη δουλειά κοντά στο καλάθι και με τον αείμνηστο Νίκο Δαρίβα δημιουργήθηκε ένα τρομερό δίδυμο που οδήγησε το Μαρούσι σε μια σταθερή παρουσία στην Α' Εθνική στη δεκαετία του ' 70. Τη σεζόν 1977-78 μάλιστα, βοήθησε το Μαρούσι να εξασφαλίσει την παρθενική συμμετοχή του σε μια ευρωπαϊκή διοργάνωση, το Κύπελλο Κόρατς. Είχε αντιμετωπίσει την αυστριακή Μίλντε Σόρτε και παρότι η ήττα στη Βιέννη με 114-78 εξαφάνισε τις πιθανότητες πρόκρισης, το Μαρούσι είχε νικήσει στο δεύτερο παιχνίδι με 73-72 σε μια επιτυχία που πανηγυρίστηκε σαν τίτλος!
Δεύτερος από αριστερά με τη φανέλα του Αμαρουσίου
Ο Φωσσές είχε... κλειδωμένη μια θέση στους πρώτους σκόρερ του Πρωταθλήματος επί σειρά ετών. Την περίοδο 1971-72, αναδείχτηκε 4ος σκόρερ του Πρωταθλήματος έχοντας 494 πόντους ενώ ένα χρόνο μετά ήταν 5ος με 523. Στην 5άδα των κορυφαίων σκόρερ ήταν και στη σεζόν 1973-74 όντας 5ος με 450 πόντους.
Η πιο παραγωγική χρονιά του με το Μαρούσι ήταν εκείνη του 1975-76 όταν αναδείχτηκε 2ος σκόρερ του Πρωταθλήματος με 531 πόντους ωστόσο η ομάδα του με απολογισμό 6-16 και μειονεκτώντας στην ισοβαθμία με το Σπόρτιγκ, υποβιβάστηκε. Η απουσία του Αμαρουσίου διήρκεσε ένα μόνο χρόνο αφού επέστρεψε τη σεζόν 1977-78 για να φτάσει μάλιστα στην 5η θέση με τον Φωσσέ να αναδεικνύεται 4ος σκόρερ με 510 πόντους. Tρία χρόνια μετά όμως, το Μαρούσι ήπιε και πάλι το πικρό ποτήρι του υποβιβασμού αν και ο “Μητσάρας” έκανε ότι περνούσε από το χέρι του, σημειώνοντας 630 πόντους που τον κατέταξαν για μία ακόμη χρονιά στην πρώτη 5άδα των σκόρερ (5ος).
Πρώτος από αριστερά στην πάνω σειρά, με τη φανέλα του Πανιωνίου
Τη συγκυρία εκμεταλλεύτηκε ο Παύλος Κορκίδης που έπεισε τον Φωσσέ να μετακομίσει στη Νέα Σμύρνη καθώς ο Πανιώνιος μόλις είχε επιστρέψει στην Α' Εθνική έπειτα από απουσία μιας σεζόν. Στο πλάι του άρχισαν να ενηλικιώνονται μπασκετικά σπουδαία ταλέντα που έγραψαν στη συνέχεια τη δική τους ιστορία όπως ο Φάνης Χριστοδούλου, ο Γιώργος Γάσπαρης, ο Νίκος Λινάρδος και ο Θόδωρος Καραμανώλης. Η υποχώρηση του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού και η δημιουργία μιας τόσο ταλαντούχας ομάδας, επέτρεψε στον Πανιώνιο να εξελιχθεί στην πρώτη δύναμη του αθηναϊκού μπάσκετ και στην τρίτη συνολικά του Πρωταθλήματος πίσω από το δίπολο Άρη-ΠΑΟΚ.
Στη Νέα Σμύρνη ο Φωσσές έμεινε μέχρι το 1988 όταν πια στη ζωή μας μπήκαν και οι ξένοι παίκτες. Βρέθηκε στη Δάφνη για τρία χρόνια, πανηγυρίζοντας μία άνοδο από τη Β' Εθνική στην Α2 ενώ αποφάσισε να αποσυρθεί από τα γήπεδα σε ηλικία 40 ετών, επιτυγχάνοντας μια ακόμη άνοδο αυτή τη φορά με τον Αστέρα Εξαρχείων στη Β' Εθνική.
Σε φιλικό παιχνίδι των Εθνικών ομάδων ανδρών - εφήβων, με αντίπαλο τον Γιάννη Παραγυιό
Η μεγάλη, σε διάρκεια αλλά και επιτυχίες, διαδρομή του Δημήτρη Φωσσέ συνδέθηκε και με το εθνόσημο. Ήταν μέλος της Εθνικής ομάδας των εφήβων του 1970 που κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο -σε 16 αγώνες με την εφήβων είχε 96 πόντους- ενώ με την ανδρών μέτρησε 55 παιχνίδια και 242 πόντους.