Ο Θανάσης Χριστοφόρου στο κέντρο της πεντάδας της ΑΕΚ μαζί με τους από αριστέρα Γιώργο Τρόντζο, Στέλιο Βασιλειάδη, Χρήστο Ζούπα και τον αείμνηστο Γιώργο Αμερικάνο

 

Ο Θανάσης Χριστοφόρου που «έφυγε» από την ζωή χθες (5/3) το βράδυ στην Βοστώνη μετά από ολιγόμηνη «μάχη» με την επάρατη νόσο, ήταν τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής μπροστά από την εποχή του και από τους ανθρώπους που συγκέντρωναν τον σεβασμό και την εκτίμηση του κόσμου του μπάσκετ.

 

Ο Θανάσης Χριστοφόρου γεννήθηκε το 1946 στην Βοστώνη από Έλληνες γονείς και το 1969 ήρθε στην Ελλάδα με μια ομάδα επίδειξης της αμερικανικής αεροπορικής εταιρείας TWA, που έδωσε φιλικούς αγώνες με ελληνικές ομάδες. Σε μια από τις φιλικές συνάντησεις στο κλειστό του Σπόρτιγκ, τον είδε ο αείμνηστος, τότε έφορος της ΑΕΚ Δημοσθένης Πασχαλίδης. Εντυπωσιασμένος ο Πασχαλίδης κίνησε τα νήματα για να αποκτηθεί από την ΑΕΚ.

 

Στην Εθνική ομάδα που συμμετείχε στους Μεσογειακούς Αγώνες της Σμύρνης το 1971, δεύτερος από αριστερά. Διακρίνονται ακόμη από αριστερά όρθιοι οι Κατσαφάδος, Σταμέλος, Φωσσές, Κόντος και Τρόντζος. Καθιστοί από αριστέρα οι Γιαννουζάκος, Ιορδανίδης, Διαμαντόπουλος, Ραφτόπουλος, Γ. Πολίτης και Μπογατσιώτης

 

Ήταν από τους πρώτους Ελληνοαμερικανούς παίκτες που έπαιξαν στην Α’ Εθνική. Στην Ένωση αγωνίστηκε για επτά χρόνια από το 1969 έως το 1976 και μαζί της κατέκτησε το Πρωτάθλημα Ελλάδας της σεζόν 1969-70. Στην Εθνική ομάδα αγωνίστηκε από το 1969 έως το 1972 σε 43 αγώνες με μέσο όρο πόντων 10. Αγωνιζόταν στην θέση «τρία» και ήταν πολύ καλός αμυντικός και σουτέρ, σε μια εποχή, που λόγω των ανοιχτών γηπέδων (μόνο τα γήπεδα του Σπόρτιγκ και το Αλεξάνδρειο ήταν κλειστά), οι σουτέρ ήταν ελάχιστοι στο ελληνικό μπάσκετ.

 

Σε μια ακόμη φωτογραφία με την φανέλα της Εθνικής

 

Μετά την αποχώρηση του από την ΑΕΚ ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του Μίλωνα και στην συνέχεια την σεζόν 1977-78 του Αμαρουσίου. Οδήγησε το Μαρούσι στην έκτη θέση της βαθμολογίας της Α’ Εθνικής και για πρώτη φορά στην ιστορία του συλλόγου στην πρόκριση σε ευρωπαϊκή διοργάνωση, το Κύπελλο Κόρατς.

 

Το 1978 ανέλαβε – παίρνοντας την σκυτάλη από τον αείμνηστο Φαίδωνα Ματθαίου - την τεχνική ηγεσία του Περιστερίου που τότε ήταν «νεοφώτιστο» στην Β’ Εθνική. Τα τρία πρώτα χρόνια, μάλιστα, ήταν παράλληλα προπονητής και παίκτης μέχρι που ένας σοβαρός τραυματισμός στο δεξί γόνατο τον αναγκάσει να σταματήσει την ενεργό δράση. Το 1983 οδήγησε το Περιστέρι στην άνοδο στην Α’ Εθνική, μόλις 12 χρόνια από την ίδρυση του συλλόγου. Στο Περιστέρι έμεινε μέχρι το 1985 και οδήγησε την ομάδα στις δύο πρώτες σεζόν του στην Α’ Εθνική.

 

Στο Περιστέρι δίδαξε πρωτοποριακό για την εποχή μπάσκετ με έμφαση στην δυνατή άμυνα και στην οργανωμένη επιθετική λειτουργία. Είναι χαρακτήριστικό ότι την πρώτη σεζόν στην Α’ Εθνική το Περιστέρι αν και τερμάτισε στην 10η θέση της βαθμολογίας είχε την καλύτερη άμυνα της κατηγορίας. Στο Περιστέρι, επίσης, καθιέρωσε τον Αργύρη Πεδουλάκη στην πρώτη πεντάδα, ενώ επί ημερών του ο Άγγελος Κορωνιός έκανε τις πρώτες εμφανίσεις του στην ανδρική ομάδα.

 

Από την περυσινή βράβευση του από τον Γυμναστικό Σύλλογο Περιστερίου και τον πρόεδρο του Φίλιππο Κότση

 

Την σεζόν 1985-86 καθοδήγησε στην Α’ Εθνική τον Πανελλήνιο. Το 1987 επέστρεψε στο Μαρούσι και το 1989 το οδήγησε στην άνοδο στην Α2 με παίκτη μεταξύ άλλων, τον Γιώργο Μπαρτζώκα. Αποχώρησε από το Μαρούσι το 1990 και επέστρεψε ξανά το 1991.

 

Εργάστηκε, επίσης, ως προπονητής στην Δάφνη (από το 1993 έως το ’94 που η ομάδα αγωνιζόταν στην Α1) και στον Ιωνικό Νέας Φιλαδέλφειας το 1998.

 

Για 40 χρόνια από το 1972 έως το 2012, που συνταξιοδοτήθηκε και επέστρεψε στην Βοστώνη, ήταν αθλητικός διευθυντής του Αμερικανικού Κολεγίου της Αγίας Παρασκευής (Deree). Για να τιμήσει την προσφορά του το Deree έδωσε πέρυσι (2016) το όνομα του στο κλειστό γυμναστήριο του Κολεγίου.