Όσα χρόνια κι αν περάσουν, αυτή η επέτειος δεν θα ξεφτίσει ποτέ στο μυαλό και την ψυχή όλων των Ελλήνων. 33 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την πρώτη, χρυσή επιτυχία όχι απλά του ελληνικού μπάσκετ αλλά του ελληνικού αθλητισμού και το www.esake.gr «σκαλίζει» το Ευρωμπάσκετ του 1987 με έναν διαφορετικό τρόπο. Θυμίζει εκείνους που συμμετείχαν σε σε εκείνη την αξέχαστη διοργάνωση και κάποια στιγμή ο επαγγελματικός δρόμος τους, τους έφερε ξανά στην Ελλάδα.



Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΕΤΡΙΔΗ



Το Ευρωμπάσκετ του 1987 έγινε με τη συμμετοχή 12 ομάδων. Από τις 11, πλην βεβαίως της Εθνικής μας, έξι είχαν στις τάξεις τους παίκτες ή προπονητές που δούλεψαν στην Ελλάδα. Ήταν οι τότε Γιουγκοσλαβία και Σοβιετική Ένωση καθώς ακόμη η Ιταλία, το Ισραήλ, η Γερμανία και η Ρουμανία.

 



«Ελληνική» η μισή Γιουγκοσλαβία


Την πιο πολυπρόσωπη εκπροσώπηση είχε η πρώην ενωμένη Γιουγκοσλαβία αφού το 1/3 του ρόστερ της δούλεψε στη συνέχεια στη χώρα μας κάτι που έγινε επί της ουσίας από ολόκληρο το τεχνικό επιτελείο της. Προπονητής της ήταν ο αείμνηστος Κρέσιμιρ Τσόσιτς που κοουτσάρισε την ΑΕΚ στην περίοδο 1988-89 και στην περίοδο 1990-91. Στο πλευρό του είχε τον Ντούσαν Ίβκοβιτς που είχε ήδη δουλέψει στην Ελλάδα τόσο πριν το Ευρωμπάσκετ (με τον Άρη της διετίας 1980-82) όσο βέβαια και μετά από αυτό με ΠΑΟΚ, Πανιώνιο, Ολυμπιακό σε δύο διαφορετικές θητείες και ΑΕΚ. Παρών στην τελική φάση της Αθήνας όμως ήταν και ο τρίτος του τεχνικού επιτελείου των πλάβι, Ζόραν Σλάβνιτς που επέστρεψε στην Ελλάδα το 1991 για τη Δάφνη και το 1996 για τον Ηρακλή.



Πέραν των τριών προπονητών, η Γιουγκοσλαβία που εμφανίστηκε στο ΣΕΦ τον Ιούνιο του 1987 και τελικά κατέκτησε την 3η θέση, είχε τέσσερις παίκτες που κάποια στιγμή πέρασαν, άλλος για μεγαλύτερο, άλλος για μικρότερο διάστημα, από την Ελλάδα. Τρεις από αυτούς έπαιξαν μπάσκετ στα ελληνικά παρκέ. Ο Στόγιαν Βράνκοβιτς ήταν 23 χρόνων όταν έγινε το Ευρωμπάσκετ του '87 και δύο χρόνια μετά ήρθε στην Ελλάδα όπου πέρασε πέντε σεζόν. Τον έφερε αρχικά ο Άρης της σεζόν 1989-90 και μετά από δύο χρόνια στους Σέλτικς και το ΝΒΑ, επέστρεψε στην Ελλάδα αυτή τη φορά για λογαριασμό του Παναθηναϊκού τη φανέλα του οποίου φόρεσε για τέσσερα χρόνια (1992-96). Έτσι παραμένει ψηλά στις ιστορικές λίστες των ξένων των «πράσινων» όντας 5ος σε συμμετοχές (137), 5ος σε πόντους (1.497), 1ος σε αμυντικά ριμπάουντ (1.429), συνολικά ριμπάουντ (1.851) και κοψίματα (457).



Ο Ζάρκο Πάσπαλι ήταν μέλος εκείνης της Γιουγκοσλαβίας όντας μόλις 21 χρόνων! Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είχε μία τυπική παρουσία στην ομάδα του Τσόσιτς, όντας ο 2ος σκόρερ της πίσω από τον Ντράζεν Πέτροβιτς με μέσο όρο 10,3 πόντων. Στο ματς της 4ης Ιουνίου 1987 απέναντι στην Εθνική μας ήταν ο πρώτος σκόρερ της ηττημένης Γιουγκοσλαβίας (84-78) με 24 πόντους αλλά στον ημιτελικό της 12ης Ιουνίου περιορίστηκε στους εννιά. Ο Πάσπαλι ήρθε τέσσερα χρόνια μετά στην Ελλάδα και «ρίζωσε» στη χώρα μας περνώντας τρία χρόνια στον Ολυμπιακό (1991-94) και από έναν σε Παναθηναϊκό (1994-95), Πανιώνιο (1995-96) και Άρη (1997-98).



Ο Ντίνο Ράτζα ήταν μόλις 20 όταν εμφανίστηκε με τη Γιουγκοσλαβία στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας και περιορίστηκε σε τρεις συμμετοχές. Η συνέχεια βέβαια της καριέρας του ήταν λαμπρή και ένα μέρος της ήταν ελληνικό. Συνέδεσε το όνομα του με το πρώτο Πρωτάθλημα του Παναθηναϊκού έπειτα από 14 χρόνια το 1997 -φόρεσε τα πράσινα στη διετία 1997-99- ενώ πέρασε την περίοδο 2000-01 στον Ολυμπιακό.



Τη φανέλα εκείνης της ομάδας της Γιουγκοσλαβίας φορούσε και ο Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς, τον οποίο όμως δεν είδαμε ποτέ στα ελληνικά παρκέ παρά μόνο στον πάγκο του Παναθηναϊκού ΟΠΑΠ της περιόδου 2015-16.

 



 

Δίδυμο «πάντσερ»


Η πορεία της Γερμανίας στη διοργάνωση ήταν καλή. Έφτασε στην 6η θέση με ρεκόρ 4-4, έχοντας στο ρόστερ της δύο παίκτες που ο δρόμος τους έβγαλε στην Ελλάδα και μερικά χρόνια αργότερα. Αμφότεροι ήταν εκ των κορυφαίων Γερμανών της εποχής. Ο ένας ήταν ο Μίκαελ Κοχ που είχε 10,8 πόντους στο Ευρωμπάσκετ και που πέρασε επτά χρόνια στη χώρα μας. Τα πέντε από αυτά με τον Παναθηναϊκό (1996-2001) για να μετρήσει 150 ματς Πρωταθλήματος που είναι ο τρίτος μεγαλύτερος αριθμός μεταξύ των ξένων παικτών των «πράσινων», πίσω μόνο από τα 301 του Μάικ Μπατίστ και τα 192 του Τζέιμς Γκιστ. Ο Κοχ στη συνέχεια πέρασε μία σεζόν στο Μαρούσι (2001-02) και άλλη μία στον Ιωνικό Νέας Φιλαδέλφειας (2002-03).



Ο έτερος Γερμανός που αγωνίστηκε στο Ευρωμπάσκετ του 1987 και πέρασε από τη χώρα μας, ήταν ο Κρίστιαν Βελπ. Το καλοκαίρι του 1987 ήταν ξεχωριστό για τον άνθρωπο που έφυγε πρόωρα από τη ζωή σε ηλικία 51 ετών, τον Μάρτιο του 2015. Είχε επιλεγεί από τους Φιλαδέλφεια Σίξερς στο Νο16 του ντραφτ του ΝΒΑ και πριν κάνει το ταξίδι προς τις ΗΠΑ για μία τριετία, έπαιξε με την Εθνική Γερμανίας στην Αθήνα έχοντας 14,5 πόντους μέσο όρο. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, ο Βελπ πέρασε μία σεζόν και στην Ελλάδα, στον Ολυμπιακό της σεζόν 1996-97, όντας μέλος της ομάδας που κατέκτησε το «triple crown».

 



 

Οι πιτσιρικάδες Βολκόφ, Τζεντίλε, Ράιζενμπούχλερ και ο «Σβίκα»


Στην ιδιαίτερη αυτή λίστα του Ευρωμπάσκετ του 1987 συγκαταλέγονται ακόμη η πρώην Σοβιετική Ένωση, η Ιταλία, η Ρουμανία και το Ισραήλ. Ο Αλεξάντερ Βολκόφ ήταν μέλος της ομάδας που «λύγισε» στον τελικό της διοργάνωσης από την Εθνική μας. Ήταν 23 χρόνων και μεταξύ των 12 παικτών που επέλεξε ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι. Ο Βολκόφ έμεινε στους τέσσερις πόντους στον τελικό όμως έκανε σπουδαίες εμφανίσεις στον προημιτελικό με την Τσεχοσλοβακία (είχε 25 πόντους και 11/12 σουτ) και στον ημιτελικό με την Ισπανία (είχε 15 πόντους). Τελείωσε τη διοργάνωση με 12,3 πόντους ανά αγώνα. Η αθλητική διαδρομή του τον έφερε και στα μέρη μας όπου πρόλαβε σε μία διετία να ζήσει την «αιώνια» κόντρα και από τις δύο πλευρές αγωνιζόμενος για τον Παναθηναϊκό στη σεζόν 1993-94 και για τον Ολυμπιακό στην περίοδο 1994-95.



Η Ιταλία είχε σημειώσει επτά νίκες στα οχτώ παιχνίδια της στη διοργάνωση όμως η μοναδική ήττα της από την Εθνική μας, την περιόρισε στην 5η θέση. Στη 12άδα με την οποία εμφανίστηκε στην Αθήνα ήταν και ο Νάντο Τζεντίλε μόλις στα 20 χρόνια του. Είχε συμμετοχή σε επτά από τα οχτώ παιχνίδια των Ιταλών με μέσο όρο 5,1 πόντων. Έπρεπε να περάσουν 11 χρόνια για να βρεθεί στην Ελλάδα, στο μοναδικό σημείο της καριέρας του στο οποίο έπαιξε μπάσκετ εκτός Ιταλίας. Φόρεσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού στην τριετία 1998-2001 κατακτώντας ισάριθμα Πρωταθλήματα Ελλάδας.


Ο λιγότερο διάσημος από τους παίκτες αυτής της λίστας ήταν ο Ρουμάνος Ρόμπερτ Ράισενμπούχλερ. Η Ρουμανία ήταν η πιο αδύναμη ομάδα του τουρνουά, έμεινε χωρίς νίκη στα επτά παιχνίδια που έδωσε και βέβαια τελευταία. Ο 19χρονος τότε Ράισενμπούχλερ δεν είχε ουσιαστική συμμετοχή αλλά 12 χρόνια μετά, ήρθε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Περιστερίου με το οποίο είχε στη σεζόν 1999-2000 κατά μέσο όρο 2,5 πόντους και 2 ριμπάουντ.



Ο Κρέσιμιρ Τσόσιτς δεν ήταν ο μοναδικός προπονητής από τις υπόλοιπες, πλην δηλαδή της ελληνικής, 11 ομάδες του Ευρωμπάσκετ του 1987. Παρών στη διοργάνωση ως ο προπονητής του Ισραήλ ήταν ο Σβι Σερφ. Η ομάδα του περιορίστηκε στην 11η θέση όμως ο «Σβίκα» είχε αρχίσει ήδη να «χτίζει» το όνομα του πριν το Ευρωμπάσκετ. Η μεγάλη καριέρα του συνδέθηκε και με την Ελλάδα αφού δούλεψε με τον Άρη της σεζόν 1992-93, τον ΠΑΟΚ της διετίας 1997-99 και τον Μακεδονικό στο δεύτερο μισό της σεζόν 2002-03.