Στο πλαίσιο της 23ης  αγωνιστικής της Basket League ΣΚΡΑΤΣ το Λαύριο (8-15) νίκησε εκτός έδρας τον ΠΑΟΚ (10-13) και ο Βασίλης Σκουντής γράφει για τον προπονητή, ο οποίος ανέλαβε για πέντε ματς και έχει μείνει έντεκα χρόνια!  

 

Το έγγραψε ο Νίκος Γκάτσος, το μελοποίησε ο Μάνος Χατζηδάκις, το τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και, μετά από πενήντα ένα χρόνια, έλαχε ο κλήρος στον Χρήστο Σερέλη να το χορέψει και να το γλεντήσει, όσο κανείς άλλος! 

 

Το τραγούδι λέει «Ποιος είν’ απόψε ο τυχερός, στο Λαύριο γίνεται χορός» και το Σάββατο οι εκ Λαυρεωτικής ορμώμενοι νεοφώτιστοι στη Basket League ΣΚΡΑΤΣ έστησαν αυτό τον χορό όχι στη δική τους πίστα, αλλά στην Πυλαία, όπου πέτυχαν τη μεγαλύτερη νίκη της βραχείας ιστορίας τους. 

 

Η όπως θα έλεγε και ο Νίκος Γκάλης, τη μεγαλύτερη μέχρι την επόμενη! 

 

 

Περί τούτου δεν χωρεί αμφιβολία: αυτή η (όγδοη) επιτυχία του Λαυρίου συνιστά την κορυφαία στιγμή στα χρονικά της ομάδας για πολλούς και διαφόρους λόγους: επιτεύχθηκε ερήμην του  Οσμάν Κρουμπάλι, ο οποίος συνήθως παίζει καταλυτικό ρόλο, αλλά αυτή τη φορά πέρασε και δεν ακούμπησε σε 15 λεπτά, σημειώθηκε επί του ΠΑΟΚ που ως γηπεδούχος μετρούσε 50 νίκες σε ισάριθμους αγώνες απέναντι σε νεοφώτιστες ομάδες και κατά πάσα πιθανότητα κλειδώνει τη σωτηρία της και ανανεώνει τη θητεία της στη Basket League ΣΚΡΑΤΣ. 

 

Όλα αυτά προφανώς δεν είναι ούτε λίγα, ούτε ευκαταφρόνητα... 

 

Με τη λογική ότι «πίσω από κάθε μεγάλο άνδρα, κρύβεται μια σπουδαία γυναίκα», στην προκειμένη περίπτωση, πίσω από κάθε μεγάλη νίκη, κρύβεται ένας προπονητής, που λαχταρούσε μια τέτοια στιγμή και δικαιούται να την απολαμβάνει και να κορνιζάρει το φύλλο αγώνος! 

 

Εδώ ήρθαμε, όπως λένε και στο σινεμά, διότι ασφαλώς αυτό το 69-75 αποτελεί την κορωνίδα του Χρήστου Σερέλη, τόσο σε ομαδικό επίπεδο, όσο και επί προσωπικού: το Λαύριο (του) άλωσε το σπίτι του ΠΑΟΚ και ο ίδιος νίκησε όχι τον  πρώτο τυχόντα, αλλά κοτζάμ Σούλη Μαρκόπουλο! 

 

 

Για την ακρίβεια και για να προσδιορισθεί επακριβώς το μέγεθος της επιτυχίας του, ο πρωτάρης στην κεντρική σκηνή προπονητής του Λαυρίου νίκησε έναν όχι απλώς επιφανή συνάδελφο του, αλλά έναν «γκουρού του μπάσκετ» απέναντι στον οποίο κάθε αντίπαλος νιώθει σοκ και δέος, ελέω της μακροβιότητας και των ρεκόρ του. 

 

Τούτο τεκμαίρεται και από τους αριθμούς: ο μεν Σερέλης έχει κοουτσάρει σε 23 αγώνες του πρώτου τη τάξει εθνικού πρωταθλήματος στο οποίο εμφανίσθηκε εφέτος για πρώτη φορά, ο δε Μαρκόπουλος είναι σαράντα χρόνια φούρναρης, καθώς ντεμπουτάρησε στην Α’ Εθνική τον Οκτώβριο του 1978 και μοστράρει ένα διαβολικό νούμερο, που ίσως του έφερε και την κακοτυχία το Σάββατο... 

 

Το εννοώ αυτό, διότι κόντρα στο Λαύριο ο 67άχρονος προπονητής του ΠΑΟΚ κατέγραψε την 666η συμμετοχή του σε αγώνα πρωταθλήματος! 

 

Ούτως ειπείν, τους δυο προπονητές τους χωρίζουν τριάντα επτά χρόνια καριέρας στη μεγάλη κατηγορία και 643 αγώνες! 

 

 

Ο Σούλης Μαρκόπουλος διανύει την τρίτη θητεία του στον πάγκο και την ένατη συνολικά σεζόν του στον ΠΑΟΚ, ενώ ο Χρήστος Σερέλης κοντεύει να βγάλει ρίζες στον πάγκο του Λαυρίου, στον οποίο αισίως συμπληρώνει έντεκα χρόνια! 

 

Όντας μακροβιότερος ακόμη και από τον Ηλία Παπαθεοδώρου στον πάγκο της Νέας Κηφισιάς, ο Σερέλης δικαιούται να συστήνεται ως ο «Μαθουσάλας» της Basket League! Στην πραγματικότητα αποτελεί τη ζωντανή ιστορία της ομάδας και ένα αθλητικό σύμβολο ολόκληρης της Λαυρεωτικής, όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε, έπαιξε μπάσκετ, ασκεί την προπονητή, δημιούργησε οικογένεια και εργάζεται κιόλας ως πολιτικός μηχανικός στις υπηρεσίες του Οργανισμού Λιμένος Λαυρίου! 

 

 

Ο Σερέλης είναι γέννημα θρέμμα του Λαυρίου, απ’ όπου έφυγε μόνο στα τέσσερα χρόνια των σπουδών του στο Πολυτεχνείο της Πάτρας, μάλιστα η καριέρα και η μακροημέρευση του στον πάγκο ξεπέρασαν εδώ και πολύ καιρό τη φαντασία του. Το εξηγεί ο ίδιος: «Τη σεζόν 2004-05 ήμουν ασίσταντ κόουτς του Αντρέα Πολέμη ο οποίος αποχώρησε από την ομάδα πέντε αγωνιστικές πριν από τη λήξη του πρωταθλήματος της Γ’ Εθνικής και τότε η διοίκηση μου ζήτησε να αναλάβω να τον αντικαταστήσω προσωρινά . Ανέλαβα για πέντε ματς και έντεκα χρόνια αργότερα είμαι ακόμα εδώ»! 

 

Αυτό είναι που λένε «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού»...