Ο Ρικ Πιτίνο είναι ο πιο διάσημος και επιτυχημένος Αμερικανός προπονητής που πέρασε τον Ατλαντικό για να εργαστεί στην Ευρώπη και είναι ευτυχής συγκυρία για το ελληνικό μπάσκετ ότι εδώ και λίγες ημέρες είναι προπονητής του Παναθηναϊκού ΟΠΑΠ, ενώ στην Betshop Basket League κοουτσάρει ένας ακόμη προπονητής με προηγούμενη παρουσία στο NBA, ο Ντέιβιντ Μπλατ του Ολυμπιακού.
Πρόκειται για κόουτς που προσφέρουν προστιθέμενη αξία στην Betshop Basket League, αναβαθμίζουν το ελληνικό μπάσκετ και θα αφήσουν με το πέρασμα τους σημαντική τεχνογνωσία ως παρακαταθήκη. Με την ευκαιρία της παρουσίας στους πάγκους των Ολυμπιακού, Παναθηναϊκού ΟΠΑΠ των Ντέιβιντ Μπλατ, Ρικ Πιτίνο, το www.esake.gr θυμάται τους Αμερικανούς προπονητές που εργάστηκαν στην Ελλάδα.
Ο πρώτος Αμερικανός προπονητής που ήρθε στην Ελλάδα ήταν ο Τζιμ Μακ Γκρέγκορ στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Κάθισε, μάλιστα, στον πάγκο της Εθνικής ομάδας σε, τουλάχιστον, έναν ανεπίσημο αγώνα, που δεν καταγράφεται στην λίστα των αναμετρήσεων της «επίσημης αγαπημένης». Η «θητεία» του, πάντως, ήταν σύντομη αλλά ο Μακ Γκρέγκορ επέστρεψε στην Ελλάδα αργότερα ως αντζέντης ελληνοαμερικανών παικτών και προπονητής ομάδας επιλέκτων, που έδινε φιλικούς αγώνες στην Ευρώπη και είχε χορηγό την αμερικανική αεροπορική εταιρεία TWA.
Σε ένα φιλικό ματς το 1969 στο κλειστό του Σπόρτιγκ της ομάδας της TWA, ο παλαίμαχος παίκτης της ΑΕΚ Νίκος Μπαμπανικολός και ο αείμνηστος Δήμος Πασχαλίδης είδαν τον αείμνηστο Θανάση Χριστοφόρου, που έκανε στην συνέχεια σπουδαία καριέρα ως μπασκετμπολίστας στην Ένωση και ως προπονητής σε αρκετές ομάδες με σημαντικότερες επιτυχίες την πρόκριση για πρώτη φορά στην ιστορία του Αμαρουσίου σε ευρωπαϊκό θεσμό (Κύπελλο Κόρατς το ’78) και την «παρθενική» άνοδο του Περιστερίου στην Α’ Εθνική το 1983.
Ο πρώτος ξένος προπονητής που καθοδήγησε την Εθνική ομάδα σε επίσημους αγώνες ήταν ο αείμνηστος (απεβίωσε το 2012) Ρίτσαρντ Ντουξάϊρ, που ήρθε στην Ελλάδα από το κολέγιο Νορθίστερν το 1972 για να αναλάβει όλες τα τμήματα των Εθνικών ομάδων. Στο τέλος του ’72 επέστρεψε στις ΗΠΑ και επανήλθε στην Ελλάδα το 1974 για να αναλάβει την τεχνική ηγεσία του Παναθηναϊκού, τον οποίο οδήγησε το ’75 στην κατάκτηση του πέμπτου σερί Πρωταθλήματος του.
Ο Ρίτσαρντ Ντουξάιρ (πρώτος όρθιος από δεξιά) φωτογραφίζεται με τον πρωταθλητή Ελλάδας Παναθηναϊκό της σεζόν 1974-75. Διακρίνονται από δεξιά στην συνέχεια κατά σειρά οι Ανδρέας Παπαντωνίου, Δημήτρης Κοκκολάκης, Απόστολος Κόντος, Κώστας Μπατής, Κρις Κέφαλος, Τάκης Κορωναίος και τρίτος καθιστός από αριστερά ο Χάρης Παπάζογλου
Το ’75 επέστρεψε στην Εθνική ομάδα και τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1979 , η «επίσημη αγαπημένη» σημείωσε υπό τις οδηγίες του διπλό θρίαμβο, προάγγελο του Ευρωμπάσκετ ’87! Η Εθνική νίκησε δύο φορές την Γιουγκοσλαβία στον τελικό των Βαλκανικών Αγώνων στο Στάδιο και λίγες ημέρες αργότερα στον τελικό των Μεσογειακών Αγώνων, στην έδρα των «πλάβι», το Σπλιτ!
Ο διπλός θρίαμβος της Εθνικής ήταν αποτέλεσμα της σημαντικής ανανέωσης που έκανε ο «Ντιουκ» - έδωσε για παράδειγμα την ευκαιρία στον Παναγιώτη Γιαννάκη να αγωνιστεί για πρώτη φορά με το εθνόσημο στο στήθος σε ηλικία 17 ετών, το 1976 – και της γνώσης και της μεθοδολογίας που έφερε από τις ΗΠΑ. «Μέχρι την έλευση του Ντουξάϊρ η προπόνηση στην Ελλάδα, ήταν ζέσταμα, δύο, τρεις ασκήσεις και «διπλό»», θυμάται ο Βαγγέλης Νικητόπουλος, επί χρόνια συνεργάτης του «Ντιουκ», και τονίζει: «Ο Ντουξάϊρ μας έδειξε πως πρέπει να δουλεύουμε μεθοδικά σε άμυνα και επίθεση».
Η Εθνική ομάδα στο πρώτο σκαλί του βάθρου των Μεσογειακών Αγώνων του Σπλιτ, το 1979 και μετά τη νίκη στον τελικό επί της Γιουγκοσλαβίας. Ο Ντουξάιρ είναι ο τέταρτος από αριστερά και πάνω διακρίνονται από αριστερά οι παίκτες: Κοκκολάκης, Μ. Κατσούλης, Καρατζουλίδης, Ανδρίτσος, Παραμανίδης, Πετρόπουλος, Γιαννάκης, Γκέκος, Κορωναίος, Σακελλαρίου και Καστρινάκης
Ο «Ντιουκ» εργάστηκε παράλληλα με την «επίσημη αγαπημένη» σε Πανιώνιο (Α’ Εθνική) και Έσπερο Καλλιθέας (Β’ Εθνική) την σεζόν 1975-76 και αποχώρησε από την Εθνική το 1980 για να επιστρέψει στις ΗΠΑ.
Στην Ελλάδα ήρθε πάλι λίγες ημέρες μετά τον θρίαμβο του Ευρωμπάσκετ ’87 και την ανάληψη της διοίκησης του Ερασιτέχνη Παναθηναϊκού από τον Παύλο Γιαννακόπουλο, για να καθοδηγήσει δώδεκα χρόνια μετά την πρώτη παρουσία του, τους «πράσινους». Έμεινε στον πάγκο του Παναθηναϊκού για μια σεζόν (1987-88) και την επόμενη (1988-89) ήταν τεχνικός σύμβουλος στην ΑΕΚ με προπονητή τον Νικητόπουλο. Ανέλαβε προς το τέλος της σεζόν την τεχνική ηγεσία της Ένωσης μετά την αποχώρηση του «Σουηδού». Το καλοκαίρι του 1989 συμφώνησε με το Σπόρτιγκ, αλλά για λόγους υγείας αποχώρησε πριν καν αρχίσει η προετοιμασία.
Το 1975 ήρθε στην Θεσσαλονίκη ο Χάρρυ Πάππας, για λογαριασμό του Άρη. Καθοδήγησε για δύο σεζόν τους «κίτρινους» (1975-77) και την πρώτη χρονιά ο Άρης τερμάτισε στην δεύτερη θέση της τελικής βαθμολογίας της Α’ Εθνικής με παίκτες τους Γιάννη Ιωαννίδη, Βαγγέλη Αλεξανδρή, τον σημερινό πρόεδρο του συλλόγου Χάρη Παπαγεωργίου κ.α.
Επόμενος «σταθμός» της ελληνικής καριέρας του Πάππας ήταν ο Ιωνικός Νικαίας στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, στις κορυφαίες στιγμές της ιστορίας του συλλόγου με παίκτες τους Παναγιώτη Γιαννάκη, Κώστα Αλεξανδρίδη, Γιάννης Γουργιώτης κ.α. Ο Πάππας επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη το 1983, για να αναλάβει την τεχνική ηγεσία του ΠΑΟΚ, αλλά απομακρύνθηκε πριν το τέλος της σεζόν και την κατάκτηση του τίτλου του Κυπέλλου του 1984 από τον «Δικέφαλο του Βορρά».
Ο Χάρρυ Πάππας (πρώτος όρθιος από αριστερά) με την ομάδα του Φαίακα Κέρκυρας το 1984. Διακρίνονται, επίσης, στην πάνω σειρά ο Διαμαντής Σκόνδρας (τρίτος από αριστερά), Γιάννης Κανακάκης (τρίτος από δεξιά) και Χάρης Παπαγεωργίου (δεύτερος από δεξιά)
Την σεζόν 1984-85 ο Πάππας δούλεψε στον Φαίακα Κέρκυρας, στην Β’ Εθνική με παίκτες επιπέδου Α’ Εθνικής, τους Χάρη Παπαγεωργίου, Διαμαντή Σκόνδρα και τον Γιάννη Κανακάκη, άρχισε την αγωνιστική χρονιά 1985-86 στο Μαρούσι και η τελευταία ομάδα του στην Ελλάδα ήταν ο Ιωνικός Νικαίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στην Α2.
Το 1978 μαζί με τον Ντέιβιντ Καλιγκάρι, που άφησε εποχή στα Πατήσια, ήρθε για να αναλάβει την τεχνική ηγεσία του Σπόρτιγκ ο Τζακ Λίχεϊ με συστάσεις από τον Ντουξάϊρ. Ο Λίχεϊ οδήγησε την παρέα του Καλιγκάρι στην πέμπτη θέση της τελικής βαθμολογίας της Α’ Εθνικής της σεζόν 1978-79 και στην έξοδο στο Κύπελλο Κόρατς. Επέστρεψε στον Σπόρτιγκ δέκα χρόνια αργότερα, το 1989 για να αντικαταστήσει τον Ντουξάϊρ, αλλά δεν πρόλαβε να κοουτσάρει στην πρεμιέρα του Πρωταθλήματος κόντρα στον Ολυμπιακό, καθώς την θέση του πήρε στο Στιβ Γιατζόγλου.
Το 1979 και μετά την κατάκτηση του «παρθενικού» στην ιστορία του συλλόγου Πρωταθλήματος Ελλάδας, ο Άρης προσέλαβε τον Φρανκ Ντέβελι που πήρε την θέση του Γιάννη Ιωαννίδη. Ο Ντέβελι, που την προηγούμενη σεζόν ήταν κόουτς της Μακάμπι Τελ Αβίβ, ήταν ο πρώτος προπονητής στην καριέρα του Νίκου Γκάλη στην Ελλάδα. Το 1980 ο Ντέβελι κατέβηκε στην Αθήνα και οδήγησε την ΑΕΚ στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας του 1981 με παίκτες τους Κερτ Ράμπις ή Κυριάκο Ραμπίδη, Βασίλη Γκούμα, Μηνά Γκέκο, Γιάννη Κανακάκη κ.α.
Ο Φρανκ Ντέβελι (δεύτερος από δεξιά) με την Κυπελλούχο Ελλάδας του 1981 ΑΕΚ. Δίπλα του από δεξιά προς τα αριστερά διακρίνονται οι Γαργαρόπουλος (φροντιστής), Β. Φώτσης, Κορωναίος, Ράμπις, Κανακάκης, Αποστολίδης και Β. Γιαννόπουλος. Κάτω με το τρόπαιο ο Μηνάς Γκέκος
Το 1987 ο ΠΑΟΚ εμπιστεύτηκε για την τεχνική ηγεσία του έναν άλλο Αμερικανό προπονητή, τον Τζόνι Νιούμαν, ο οποίος στα νιάτα του είχε αφήσει εποχή ως σπουδαίος σουτέρ στο κολέγιο του Μισισίπι. Έμεινε για σχεδόν δύο χρόνια στον «Δικέφαλο του Βορρά», την εποχή που ο ΠΑΟΚ προσπαθούσε να... εκθρονίσει τον «Αυτοκράτορα» Άρη. Ήταν προπονητής του «Δικέφαλου του Βορρά» όταν ο ΠΑΟΚ νίκησε τον Άρη και διέκοψε το αήττητο 80 αγώνων στην Α’ Εθνική των «κίτρινων».
Η... αντίστροφη μέτρηση για την αποχώρηση του από τον ΠΑΟΚ άρχισε όταν σε αναμέτρηση στο Βελιγράδι κόντρα στον Ερυθρό Αστέρα για το Κύπελλο Κόρατς, στην διάρκεια της παράτασης μπήκε στο γήπεδο μετά από «σφύριγμα», που κατά την γνώμη του αδικούσε την ομάδα του και έσπρωξε τον Ιταλό διαιτητή Γκρόσι. Ο αγώνας διακόπηκε εις βάρος του ΠΑΟΚ, που αποκλείστηκε από την συνέχεια της διοργάνωσης.
Ο Τζόνι Νιούμαν
Το 1989 και λίγους μήνες μετά την αποχώρηση του από τον «Δικέφαλο του Βορρά» ο Νιούμαν ανέλαβε το Παγκράτι και το καθοδήγησε για τον πρώτο ενάμιση χρόνο της επιστροφής των «ροσονέρι» στην Α1. Την καριέρα του στην Ελλάδα ολοκλήρωσε με σύντομες «θητείες» στους πάγκους του Ηρακλή και του Φίλιππου Θεσσαλονίκης. «Σωσίας» του Νιούμαν ήταν ο Πολ Κότερ, που βρέθηκε για μόλις δύο αγώνες στον πάγκο του ΠΑΟΔ, στην Α2 της σεζόν1989-90 και εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από την Θεσσαλονίκη κατά την διάρκεια της διακοπής των Χριστουγέννων.
Ο Ηλυσιακός, που αγωνιζόταν τότε στην Α2, το 1990 έκανε την έκπληξη με την πρόσληψη του Νορμ Σλόαν. Ο 65χρονος τότε κόουτς ήταν από τους «θρύλους» του NCAA με «θητεία» 37 ετών στο κολεγιακό πρωτάθλημα, σε Νορθ Καρολάινα Στέιτ και Φλόριντα. Είχε έρθει με την μεσολάβηση του Βασίλη Γκούμα, τότε μάνατζερ του Ηλυσιακού, αλλά δεν έμεινε πολύ λόγω των οικονομικών προβλημάτων της ομάδας.
To 1991 ο Άρης αποφάσισε να αναθέσει το «τιμόνι» της ομάδας, που προερχόταν από το έβδομο σερί Πρωτάθλημα της, στον προερχόμενο από την Ορτέζ, Τζόρτζ Φίσερ, ο οποίος, όμως, πρόλαβε να κοουτσάρει τους «κίτρινους» μόνο σε έναν αγώνα Πρωταθλήματος. Η ήττα από τον Ολυμπιακό στο ΣΕΦ στο ντεμπούτο του Γιάννη Ιωαννίδη στον «ερυθρόλευκο πάγκο» για την πρεμιέρα της Α1 της σεζόν 1991-92, κόστισε στον Φίσερ την θέση του.
Ο Τσίκο Άβερμπακ ήταν συνεργάτης του Θόδωρου Ροδόπουλου στην σύντομη παρουσία του στον Ηρακλή, την σεζόν 1992-93 και υπηρεσιακός προπονητής μέχρι να αναλάβει ο Γιατζόγλου. Στην συνέχεια συνεργάστηκε με το Περιστέρι ως σκάουτερ. Το 1996 ο Ηρακλής εμπιστεύτηκε τον Τομ Νιούελ, γιό του διάσημου Αμερικανού προπονητή Πιτ Νιούελ, αλλά δεν... ρίζωσε στο Ιβανώφειο και αποχώρησε στα μέσα της σεζόν 1996-97.
Την ίδια αγωνιστική χρονιά 1996-97, ο ΠΑΟΚ έφερε στην Θεσσαλονίκη τον Σκοτ Σκάιλς για την θέση του «άσσου» μετά από δεκαετή καριέρα στο NBA (Ορλάντο Μάτζικ, Ιντιάνα κ.α.), αλλά τον Ιανουάριο του 1997 ο Αμερικανός έβγαλε την φανέλα και το σορτσάκι και φόρεσε το κοστούμι του προπονητή αντικαθιστώντας τον Μισέλ Γκομέζ!
Ο Σκοτ Σκάϊλς την περίοδο που ήταν προπονητής του ΠΑΟΚ
Ο Σκάιλς δικαίωσε τις εκτιμήσεις των Αμερικανών δημοσιογράφων, που είχαν ψηφίσει ανάμεσα στους παίκτες του NBA, εκείνον ως τον πιο κατάλληλο για να ακολουθήσει καριέρα προπονητή στο μέλλον, και οδήγησε τον «Δικέφαλο του Βορρά», που με τον Γκομέζ ήταν σε κακή κατάσταση, στην κατάκτηση της τρίτης θέσης της τελικής βαθμολογίας της Α1 και την πρόκριση στην Ευρωλίγκα, παρά το πλεονέκτημα έδρας που είχε ο αντίπαλος του ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκός, ο οποίος έμεινε εκτός της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης!
Το καλοκαίρι του ’97 ο Σκάιλς επέστρεψε στις ΗΠΑ έγινε βοηθός στο Φοίνιξ, μετά από δύο χρόνια πρώτος προπονητής στους Σανς και εργάστηκε, επίσης στο NBA στο Σικάγο, στο Μιλγουόκι (πριν την έλευση του Γιάννη Αντετοκούνμπο) και στο Ορλάντο.
Το ’99 ο Έσπερος επέστρεψε για τελευταία φορά στην ιστορία του στην Α1 και ανακοίνωσε ως νέο προπονητή τον Τομ Λούντβιχ, που προερχόταν από τον Ερυθρό Αστέρα. Ο Λούντβιχ, ωστόσο, απομακρύνθηκε από τον πάγκο της ομάδας της Καλλιθέας πριν αρχίσει η σεζόν.
Ο Σαμ Βίνσεντ ήρθε ως παίκτης στον Άρη την σεζόν 1993-94 μετά από επτά χρόνια στο NBA και ολοκλήρωσε στην Ελλάδα την αγωνιστική καριέρα του. Την αγωνιστική περίοδο 1999-200 επέστρεψε στην Ελλάδα, αρχικά ως ασίσταντ του Στηβ Γιατζόγλου στον Γυμναστικό Λάρισας και μετά την αποχώρηση του «Λιονταριού» από τον πάγκο της θεσσαλικής ομάδας, ανέλαβε πρώτος προπονητής. Την σεζόν 2007-8 δούλεψε στο NBA ως χεντ κόουτς των Σάρλοτ Μπόμπκατς.
Ο Σαμ Βίνσεντ σε τάιμ άουτ του Γυμναστικού Λάρισας
Ο Άρης επέλεξε ξανά Αμερικανό κόουτς, 12 χρόνια μετά τον Φίσερ. Το Νοέμβριο του 2003 ο Τσάρλς Μπάρτον, Αμερικανός με πολύχρονη παρουσία στην Ευρώπη (βοηθός του Ντέιβιντ Μπλατ στην Μακάμπι Τελ Αβίβ, Ομοσπονδιακός τεχνικός της Δανίας κ.α.) και παντρεμένος στην Σουηδία, αντικατέστησε τον Βαγγέλη Αλεξανδρή. Ο Μπάρτον έμεινε για ενάμιση χρόνο στο «τιμόνι» των «κίτρινων» και τους οδήγησε στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας το 2004.
Ο Τσαρλς Μπάρτον πανηγυρίζει μαζί με τον Νέστορα Κόμματο την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας από τον Άρη το 2004 στο Φάιναλ Φορ της Λαμίας
Το 2007 ο ΠΑΟΚ άρχισε την σεζόν με τον Ταμπ Μπάλντουϊν στην τεχνική ηγεσία. Ο Μπάλντγουιν προερχόταν από πενταετή παρουσία στον πάγκο της Νέας Ζηλανδίας, αλλά έμεινε στον «Δικέφαλο του Βορρά» μέχρι τον Δεκέμβριο και αντικαταστάθηκε από τον Κώστα Φλεβαράκη. Το 2014 η Εθνική συνάντησε τον Μπάλντουϊν ως αντίπαλο στο Μουντομπάσκετ της Ισπανίας και κόουτς της Εθνικής Φιλιππίνων. Την ίδια σεζόν (2007-8), που ο Μπάλντουϊν ήταν κόους του ΠΑΟΚ, προπονητής του Άρη ήταν ο Καναδός Γκόρντον Χέρμπερτ, ο οποίος την περίοδο 2015-16 ήταν στο τεχνικό επιτελείο των Τορόντο Ράπτορς.
Ο Ταμπ Μπάλντουϊν σε προπόνηση του ΠΑΟΚ
Τον Ιανουάριο του 2010 ο Άρης έκανε την έκπληξη με την πρόσληψη του Αμερικανοϊσραηλινού Ντέιβιντ Μπλατ, ο οποίος δυόμιση χρόνια νωρίτερα είχε οδηγήσει την Εθνική Ρωσίας στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου του Ευρωμπάσκετ του 2007 με νίκη στον τελικό επί της γηπεδούχου Ισπανίας.
Ο Ντέιβιντ Μπλατ σε τάιμ άουτ του Άρη το 2010
Ο Μπλατ έμεινε έως το καλοκαίρι του 2010, που επέστρεψε στην Μακάμπι. Το 2014 οδήγησε την ισραηλινή ομάδα στην κατάκτηση της Ευρωλίγκας. Για ενάμιση χρόνο στην συνέχεια δούλεψε στο NBA και στο Κλίβελαντ και επέστρεψε στην Ελλάδα, αυτή την φορά για λογαριασμό του Ολυμπιακού το περασμένο καλοκαίρι.